Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011





Αχ, αυτές οι τσιγγάνες...


Με την ευκαιρία του ξεσπαθώματος της εκπροσώπου του Λουξεμβούργου Viviane Reding  



που τα έσουρε κανονικά μέσα στο κοινοβούλιο της Κοινής Αγοράς, στην πολιτική της Γαλλίας απέναντι στους τσιγγάνους, ενα μικρό ψάξιμο στις ηλεκτρικές εκκενώσεις της τσιγγάνας γυναίκας μέσα στο Ρεμπέτικο.

Μέσα στο διαρκές ψάξιμο νέων θεμάτων (που ουσιαστικά ξεκίνησε με την επικράτηση του πειραιώτικου Ρεμπέτικου και συνέχισε επιταχυνόμενη), πιάστηκε το θέμα της τσιγγάνας γυναίκας. Το Μικρασιάτικο την είχε κι αυτό θίξει σε κάποια ελάχιστα τραγούδια.

Ακούστε όμως πρώτα τη "Μοίρα" (1934), ένα συρτό στα τρία, του Μικρασιάτη ικανότατου συνθέτη Μανώλη Χρυσαφάκη. Προσέξτε το κέφι και το μπρίο της ξεκούραστης Ρίτας Αμπατζή, 21 χρονώ εκείνη τη μέρα...

Μανώλης Χρυσαφάκης






Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι η μορφή της τσιγγάνας στο Ρεμπέτικο είναι τυλιγμένη σ΄ένα αισθησιασμό, γοητεία, μάτια πλάνα, αίμα που βράζει στις φλέβες τους κτρ. Αναμενόμενη στάση από τους άντρες στιχουργούς. Όλ΄αυτά βέβαια στο επίπεδο της φαντασίωσης, γιατί οι τσιγγάνες αφενός ελέγχονται πάντα απ΄τους δικούς τους, αφετέρου γιατί σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που αφήνουν το κόσμο τους για να ενωθούν με τον "άλλον"...
Γενικά, ειδώνονται σαν ηφαίστεια που ξυπνάν τον αχαλίνωτο πόθο. Επικίνδυνες όμως, δεν ελέγχονται γαρ...



Ακούστε τώρα τον, σχεδόν πάντα, μαστουρωμένο στις φωνοληψίες της εποχής, Γιώργο Μπάτη που ήταν πάντα στον κόσμο του, και καλά έκανε.













Υπάρχει όμως και μιά άλλη πλευρά στο θέμα. Η λέξη τσιγγάνα χρησιμοποιείται και για τις "κανονικές" γυναίκες. Είτε με την ιδιότητα της επικίνδυνης, είτε καθαρά υποτιμητικά.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο άνθρωπος που, σύμφωνα με τα λόγια του, "ύμνησε" τη γυναίκα (εντάξει, ας μην είμαστε άδικοι, έκανε κι αυτό), είναι αυτός που κρατάει τα πρωτεία.

Για το παρακάτω τραγούδι "Τι την θέλεις την τσιγγάνα" , λέγεται πως αναφέρεται σε μια γυναίκα από τα Σαράγια των Τρικκάλων που τη λέγαν Ζωίτσα και που ήταν άπαντες ερωτευμένοι μαζί της. Άρα, επικίνδυνη



Το αμέσως επόμενο όμως είναι το γνωστό "Όλα για σένα κούκλα μου/Η ρουλέτα" (1947). Εδώ συναντάμε το στίχο, "σαν αρχόντισσα ντυμένη βρε τσιγγάνα, ξελογιάζεις με τα μάτια σου τα πλάνα", που αναφέρεται σε μιά γυναίκα που το παίζει. Για νά΄μαστε ξεκάθαροι, το τραγούδι είναι δηλωμένο σα σύνθεση και στίχοι του Στράτου Παγιουμτζή που το τραγουδάει κιόλας. Είναι όμως του Τσιτσάνη και το ξέρουν όλοι.



Ο Τσιτσάνης είχε, κι αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στους στίχους του, ΚΑΙ μιά πολύ επιφυλακτική στάση απέναντι στις γυναίκες. Τιιι να κάνουμε; 
Τό΄παιζε και λίγο μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο. Ήταν κάθετα εναντίον τον "ινδικοφανών" τραγουδιών που είχαν κατακλύσει την Ελλάδα, ο ίδιος όμως έγραφε τραγούδια ΚΑΙ για αραπίνες...

Οι τσιγγάνες πάντως ήταν και είναι ένα ξένο σώμα. Άγνωστο. Κάνουν στράκες όμως και ξέρουν πως ν΄ανάβουν τον πόθο. Θυμάμαι τρεις που έρχονταν κάθε ξημερώματα στην πύλη μιάς  ναυτικής βάσης στο Βοτανικό, χόρευαν και για ένα πενηντάρι έδειχναν τα γυμνά στήθη τους στους φρουρούς που ήταν σα ζαλισμένα κοτόπουλα και μάταια προσπαθούσαν να τις φέρουν πιό κοντά τους. Αυτές χοροπηδούσαν σα κατσίκια και μόλις τσέπωναν τα πενηντάρια και έδειχναν αυτό που υποσχέθηκαν, μη τις είδατε...



Με τις υγείες σας!
Αν θέλετε, ασημώστε και κάτι...



Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011





Ζεϊμπέκικο με μαχαίρια - 
Ο εφησυχασμός είναι μαχαιριά στη πλάτη...






Αυτό είναι ένα κακό προσχέδιο μιάς σπουδής που έφτιαξα κάποια στιγμή, προσπαθώντας να ξεφύγω και να μη καταθλιβώ, σ΄ένα μάθημα εικαστικών σ΄ένα σχολείο με κακοαναθραμένα, υπερ-"σίγουρα" για τον εαυτό τους, μπερδεμένα και κακομαθημένα Συριανά "μαγκάκια" (Συριακής καταγωγής, μεγαλωμένα στην Τουρκία, χριστιανάκια ορθόδοξα που το τονίζουν και τό΄χουν καμάρι)...

Να πάρω μιά ανάσα, ήταν μεγάλη η πρόταση...

Έφτιαξα λοιπόν αυτό το προσχέδιο, έναν που χορεύει ζεϊμπέκικο, κρατώντας μιά μαχαίρα. Γιατί το βάζω αυτό το μαχαίρι, σκεφτόμουνα... Μ΄αρέζουν τα ζεϊμπέκικα μ΄ένα ή δυό μαχαίρια. Γιατί όμως; Θεωρώ πως ο ζεϊμπέκικος με μαχαίρι/ια είναι αντρισμός; Νταηλίκι;

Είναι χίλιες φορές προτιμότερος ένας λαϊκός άνθρωπος που χορεύει κραδαίνοντας μαχαίρια, από έναν "δήθεν" πασταφλόρο που ήρθε με το αμάkshi του ν΄ακούσει ρεμπέτικα και ρίχνει και μιά ζεϊμπεκιά. Τον προτιμώ ακόμα από τον εφησυχασμένο και "πολιτισμένο" μέσο πολίτη που πάει τις Κυριακές στην εκκλησία, ή σα κάποιους εξανδραποδισμένους που βλέπω εδώ που ζω, που κουρεύουν το γκαζόν και γυαλίζουν το αμάkshi τους.

Είχα κάπου διαβάσει γιά μιά συνήθεια των Αρμεναίων (;) στη Μικρασία που, όταν ήθελαν κάποια γιά γυναίκα τους, πήγαιναν και κάρφωναν το μαχαίρι τους στην εξώπορτά της. Μ΄αρέσει αυτό, μου λέει.


Δε πιστεύω στις εφησυχασμένες κοινωνίες, με εμετιούν. Αυτές όπου οι άνθρωποι έχουν γίνει ολότελα τρύπιοι, φιλοτομαριστές, αναίσθητοι και νομιμόφρονες.

Στο ζεϊμπέκικο με μαχαίρια η συμβολική είναι εμφανής. Βγάζω το ψυχόδραμά μου σε κοινή θέα, δείχνω πως δεν έχω ολοκληρωτικά ξεκόψει από το ανυπότακτο είναι μου. Είναι μεν καθησυχασμένη η βιτρίνα μου αλλά, θυμάμαι, δεν ανέχομαι να μου διαγράψουν τη μνήμη.
Όλ΄αυτά ήταν ένας πρόλογος γιά να προσπαθήσω να τοποθετηθώ σ΄ένα ερώτημα που, πιθανώς, προκύπτει σ΄αυτές/ούς που δεν έχουν, ή έχουν επιδερμική σχέση με το "ρεμπέτικο. Ένα ερώτημα που θα μπορούσε να είναι έτσι:

γιατί τόση λατρεία σ΄αυτά τα τραγούδια που είναι ανδροκρατικά,
macho, νταηλίδικα, μιλάν (κάποια απ΄αυτά) γιά φόνους, φυλακές,
χόρτο κλπ.;

Είναι ένα λογικό ερώτημα που δε τίθεται. Δε πιστεύω πως έχω αρκετά κότσια γιά να το κουμαντάρω (κουλαντρίσω, όπως έλεγε το σινάφι), θα το προσπαθήσω όμως σε επόμενη ανάρτηση.