Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010



Tί γυρεύει τελοσπάντων
αυτή η χώρα;

Αυτό το blog είναι αφιερωμένο στο Μικρασιάτικο και στο Ρεμπέτικο τραγούδι. Γιατί τότε αυτά τα δυό video; Γιατί η "πλάκα" επί παντός επιστητού, είναι το Νο 1 ελληνικό προϊόν μέσα σε μιά χώρα γενικής σαχλαμάρας. Βασιλεύει η πλάκα δίχως να ξέρουν τι μας επιφυλάσσεται. Υπάρχει η άποψη ότι, "εντάξει, και τί έγινε; Θα περάσει κι αυτή η μπόρα. Οι εταίροι της Κοινής Αγοράς είναι αναγκασμένοι να βοηθήσουν αλλιώς, κλάφτο το euro τους. Κι αν δε βοηθήσουν αυτοί, δανειζόμαστε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και τί έγινε;" Κάπως έτσι νομίζουμε...

Έτσι νομίζει κι αυτός ο γελοίος άνθρωπος του Νεάντερταλ που ανέβασε την ελληνική παρωδία για μιά απ΄τις καλύτερες διαφημίσεις που έγιναν ποτέ. Ο άνθρωπος όμως του Νεάντερταλ είχε, σίγουρα, πολύ καλύτερη στάση απέναντι στις πεταλούδες. Αλλά, συγνώμη, μου λείπει το χιούμορ. Ο τελείως καταστραμένος πιτσιρικάς λέει πεταλούδες και εννοεί γυναίκες...

Απολαύστε το πρωτότυπο και την ελληνική παρωδία...      



Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010



Το μπαλκονάκι (1937)
(Σ. Παντελίδη-τρ. Ρίτα Αμπατζή-βιολί Δ. Σέμσης)

http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/To%20balkonaki%20%28PANDELIDI%29%201937.mp3

Ένα τραγούδι του απόλυτου έρωτα. Αυτουνού που φούντωνε μέσα σε στενά, ασφυκτικά περιβάλλοντα, όπου η αγαπημένη γινόταν ισοδύναμο της αξίας της ζωής.


Σήμερα, γίναμε πιά "δια/σεξουαλικοί. Όπως γίναμε , δηλαδή πλάσματα πολιτικώς αδιάφορα και αδιαφοροποίητα, ανδρόγυνοι και ερμαφρόδιτοι, που, αφού επενδύσαμε, χωνέψαμε και απορρίψαμε τις πιό αντιφατικές ιδεολογίες, σήμερα φορούμε απλώς τη μάσκα κι έχουμε καταντήσει, στο εσωτερικό του μυαλού μας και ίσως εν αγνοία μας, τραβεστί του πολιτικού" (JEAN BAUDRILLARD, Η διαφάνεια του κακού, εκδ. Εξάντας-Νήματα)

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010



Ένα blog προς μίμηση

Εκφράζοντας τη λύπη μου που δεν έχω μάθει ακόμα πως ένα τόσο μεγάλο link σα το παρακάτω μπορεί ν΄αντικατασταθεί με τη λέξη εδώ, σας προτρέπω να το ανοίξετε και να δείτε το blog ενός μερακλή και μεθοδικού ανθρώπου που προσπαθεί να κρατήσει μνήμες που τις παίρνει ο αέρας της ζωής.
Το παράδειγμά του, άξιο προς μίμηση, είναι ένας πολύ καλός μπούσουλας γιά όλους/ες που ενδιαφέρονται να ανοίξουν τα μάτια τους και να καταλάβουν πως, πέρα από το σύμβολο Μάρκος Βαμβακάρης, τετράδα του Πειραιώς, χασικλίδικα τραγούδια, Τσιτσάνης κλπ., υπάρχει άφθονη δουλιά που πρέπει να γίνει για να μαζευτεί ότι είναι πιά δυνατό να περισωθεί απο τη γενικότερη ιστορία των ανθρώπων που συμμετείχαν σ΄αυτό τον πολύχρωμο κήπο που τον ονομάζουμε "ρεμπέτικο".

Δώστε λίγο απ΄το χρόνο σας και δείτε πόσο απλά και περιεκτικά γράφει αυτός ο άνθρωπος ,τι και πως διασώζει παλιές ιστορίες.
Του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια!!!

Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα απ΄τα χιλιάδες που θα μπορούσαν να γίνουν.
Στα ταξίδια και τις εκδρομές σας, ρωτάτε συγγενείς, γνωστές οικογένειες, τον/οποιοδήποτε/οποιαδήποτε, αν υπάρχουν φωτογραφίες από παλιά γλέντια όπου τραγουδούσε η Ρίτα Αμπατζή και η Ρόζα Εσκενάζι. Δε γίνεται να μην υπάρχουν κι όμως, δεν...

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010



"Βλέποντας" με τ΄αυτιά
στο σκοτάδι


Ο κροταλίας "βλέπει" με το δέρμα του,
δηλαδή ακολουθεί τις κινήσεις του
θύματός του μέσα στο σκοτάδι
χρησιμοποιώντας κύτταρα ευαίσθητα
στη θερμότητα που βρίσκονται τοποθετημένα
σε μικρές εσοχές μεταξύ των ματιών του.
Lyall Watson
Υπερφύση

Χρόνια πολλά "ακούω" Μικρασιάτικα και ρεμπέτικα. Κάνοντας κάτι άλλο ταυτόχρονα ή τραγουδώντας τα. Όταν κατέβασα ρυθμούς και ταχύτητες πριν λίγα χρόνια, άρχισα να τ΄ακούω στο σκοτάδι, με ακουστικά. Τότε κατάλαβα ότι πριν δε τά΄χα, ουσιαστικά, ακούσει. Άκουσα χαιρετισμούς που δεν είχα προσέξει, αντιδράσεις των τραγουδιστών/τριών, πενιές που δε τις πρόσεχα. Άκουσα, ουσιαστικά για πρώτη φορά, πως έπαιζε το βιολί ο Ογδοντάκης, πως κουνούσε τα χείλια του ο Νούρος, τους φωνητικούς ακροβατισμούς του Ατραϊδη στους μανέδες του, τα ραϊσματα της φωνής της Ρίτας Αμπατζή, που θα την οδηγούσαν στον καρκίνο του λάρυγγα.

Άκουσα τραγουδιστές και τραγουδίστριες να είναι έτοιμοι να βάλουν τα γέλια από κάποιο πείραγμα, τους άκουσα να βαριούνται, αλλά και να πέφτουν σ΄ένα είδος έκστασης, αν και βρίσκονταν μέσα σε άχαρες αίθουσες φονοληψίας. Κατάλαβα πολλά που δε τα είχα πάρει είδηση παλιότερα.

Δοκιμάστε τον τρόπο μου και θα με θυμηθείτε 

Αργά έρχετ΄η φώτιση...

Ψεύτικε κόσμε (Με λεν μπεκρή και άσωτο) 1951
στίχοι: Νίκου Μάθεση
τρ. Τζουανάκος Σ.


Mε λεν μπεκρή και άσωτο και ότι τους καπνίσει
μα δεν εβρέθηκε κανείς να με παρηγορήσει.

Είχα λεφτά και έδινα, τα έφαγα και πάνε
κι οι φίλοι τώρα εγίνανε φίδια για να με φάνε.

Ψεύτικε κόσμε και ντουνιά και σάπια κοινωνία, 
τώρα που σε κατάλαβα μου φέρνεις αηδία.


Νίκος Μάθεσης ή "Τρελάκιας" (190727 Απριλίου 1975)

Abiba Parveen

Απρόσμενο...
___________
πίσω, στις γυναικείες θεές...

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Γιατί 
τα "απρόσμενα";


Πιό κάτω μπορείτε ν΄ακούσετε μερικά παλιά τραγούδια από ένα Αμερικανό μαύρο θρύλο τουNew Orleans rhythm and blues, τον Fats Domino. 


Εύλογα θ΄αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι Αμερικανοί τραγουδιστές σ΄ένα blog για το ρεμπέτικο; Αφείστε τις απορίες να φτερουγίζουν όσο ακούτε τα τραγούδια...


(1940)


(Rome, 1989)




Μετά τον Εμφύλιο η χώρα μας παραδόθηκε στην αμερικάνικη τσίχλα. Οι ΗΠΑ, καινουριες στο παιχνίδι, φέρθηκαν ανθρωπιστικά στη Μικρασιατική Καταστροφή. Σα θεατές μεν και προετοιμάζοντας προσεκτικά τα επόμενά τους βήματα στο διεθνές παιχνίδι των συμφερόντων, βοήθησαν πολύ τους πρόσφυγες και στη Σμύρνη και όταν έφτασαν στην Ελλάδα.


Αυτό όμως δεν αποτελεί απάντηση στο "γιατί τα απρόσμενα;"

Η απάντηση είναι πως τρέφω ένα θαυμασμό στους Αμερικανούς για τη φροντίδα με την οποία έχουν περιβάλλει τη λιλιπούτεια σε χρονικό μέγεθος ιστορία τους. Φρόντιζαν, διαφύλασσαν. Όχι μόνο τη μουσική τους ιστορία.

Εμείς;
Ναι, ναι, εμείς μιά μικρή και φτωχή χώρα, τσακισμένη, μες τα ερείπια, χωρίς μέσα, τά´χουμε ξαναμασήσει επανειλημμένα όλ΄αυτά. Και πώς υπήρχαν τα μέσα για να φιλμογραφηθούν άλλα πράγματα; Πώς γίνεται να μην έχουμε ούτε μιά ζωντανή λήψη από τους Μικρασιάτες συνθέτες; Το Νταλγκά, το Νούρο που τραγούδησαν σε τόσα μαγαζιά; Το Ρούκουνα, τη Μαρίκα την Πολίτισσα, τον Ασίκη, τον Ατραϊδη; Κάποιο φιλμογραφημένο στιγμιότυπο απ΄τις ατέλειωτες φονογραφήσεις με τον Τούντα να φωνάζει ώωωπα!
Μα και αργότερα την Τετράδα του Πειραιά κτρ.; Κανείς απ΄τους νερουλούς που κατέβαιναν ματσωμένοι προς τη θάλασσα για να γλεντήσουν με τους "έτσι", κανείς τους δεν είχε μιά μηχανή φιλμ, που κυκλοφορούσαν τότε, να πάρει κάποιες σκηνές; 
Μπάαα...
Αδιαφορία!
Απίστευτη αδιαφορία για τους Μικρασιάτες, τους πρόσφιγγες και γιαουρτοβαφτισμένους  όπως τους λέγαν...

Tώρα που τα σκέφτομαι όλ΄αυτά, λέω πως είμαι πολύ ικανοποιημένος που πέρασα μέσ΄απ΄το τοπίο της αμερικάνικης τσίχλας. Ικανοποιημένος που άκουσα μέχρι τα μπούνια rock και είδα κάποιες χιλιάδες αμερικάνικες ταινίες, πριν μπω στο ρεμπέτικο. Γιατί αν είχα κολλήσει εκεί απ' την αρχή, θά΄μουν τώρα ένας θλιβερός αλκοολικός, αν δεν είχα αναχωρήσει απ΄τα εγκόσμια λόγω κήρωσης ήπατος.
Όταν μπήκα στο ρεμπέτικο αυτό είχε ήδη πεθάνει, αλλά πρόλαβα να γνωρίσω κάποιους απ΄τα υπολείμματά του. Τον αρβανιτόμαγκα Γενήτσαρη, ας πουμε, το Γουναρόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ, τον Κερομύτη, τον Τσιτσάνη, το Μητσάκη, τη Ρένα Ντάλλια και κάποιους ακόμα στα βαθιά γεράματά τους .




Και, ευτυχώς, δε τους αγιοποίησα ώστε να πρέπει να πλένω το στόμα μου με βρασμένο αγιασμό όταν τους αναφέρω, καθώς μου μήνυσε κάποιος νεαρός...

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

4


Ο νταής
Παναής Αλτσίτζογλου
(1899-....)
H πρώην "φθοροποιός μηχανή"
και το πλάσμα από αέρα και φως
(τελευταίο)




Francis Bacon, Study for Portait of J.H., 1966






Ξεκαθάρισμα λογαριασμών

Νάτος, ο πρώην νταής και φθοροποιός μηχανή, που περπατάει σαν υπνωτισμένος μέσα στη νύχτα. Δείχνει πως δε ξέρει κατά που πάει. Περνάει μέσα από φώτα που τον βάφουν με χρώματα φωσφορικά. Άνθρωποι γύρω του κινιούνται, ζευγαράκια από νέα παιδιά που ξεκαρδίζονται ανέμελλα, μοναχικοί και σκυμένοι που γυρίζουν πτώμα στα σπίτια τους, γυναίκες μοναχές που προχωρούν γρήγορα, σα να πηγαίνουν σε κάτι πολύ σημαντικό. Ξένοι έχουν στρωμένες πραμμάτειες με αχρηστα είδη, ένας πουλάει κάτι ξεπλυμένες ζωγραφιές με τραγικά ηλιοβασιλέματα. Αυτοκίνητα καλογυαλισμένα τό΄να πίσ΄απ΄τ΄άλλο, λεωφορεία που μουγκρίζουν βγάζοντας σκοτεινούς ατμούς, τρόλευ. Αηδιάζει. Χώνεται σ΄ένα σκοτεινότερο στενό και αλλάζει δρομολόγιο προς τα Πετράλωνα.

- Μπα, σα τα χιόνια. Καιρό έχουμε να σε δούμε. Πώς έτσι;
- Δε ξέρω, μού΄ρθε.
- Έλα πάνω.

Της αφήνει με το έμπα εκατό euro στο κομοδίνο.
- Πάντα γαλαντόμος. Μακάρι νά΄χα μερικούς ακόμα πελάτες σα κι εσένα.
Της χαμογελάει σα να του σηκώνει ένα βίντσι τα χείλια.
- Άκεφος είσαι. Τί κουβαλάς στην καρδιά;
- Μυρμήγκια. Στην εξοχή ήμουνα.
- Έλα, ξάπλωσε, θα σου περάσουν όλα.

Χύνεται το μεγάλο σώμα του στο κρεβάτι και στηλώνει τα μάτια στο ταβάνι.
- Άντρακλά μου εσύ...
- Κοίτα, αν μπορούσαμε να μη μιλάμε...
- Όπως θέλει τ΄αγόρι μου.

Τζίφος. Δε μπορούσε. Δεν έφταιγ΄εκείνη, κάτι μέσα του που τον κοίταγε μ΄ένα μάτι ειρωνικά. Η γυναίκα του χαμογελάει φιλικά και τον χαϊδεύει στο μέτωπο. Κάτι πάει να του πει, ακουμπάει την παλάμη του στο στόμα της.
- Σσς..., άστο.

Σηκώνεται κι αρχίζει να ντύνεται. Τον κοιτάει εκείνη, πάει να του δώσει πίσω τα λεφτά.
- Αστειεύεσαι; Ήσουν πάντα φίνα μαζί μου, απόψε όμως, κάπως είμαι...

Περπατάει πάλι χωρίς να ξέρει που πάει. Τον πηγαίνει όμως ο άλλος από μέσα του κι απ΄τα Πετράλωνα βρέθηκε στου Ψειρρή. Όχι απλά εκεί αλλά σε συγκεκριμένο σημείο και περνώντας από ένα μπαράκι, τη βλέπει. Κάθεται με δυό άλλα νέα αγόρια και μιά που της μοιάζει πολύ. Μπερδεύεται, κάνει να συνεχίσει, αλλά ο άλλος μέσα του τον φρενάρει. Το γρήγορο μάτι της τον είδε. Μένει άγαλμα γιά μιά στιγμή. Την επόμενη τινάζεται πάνω και βγαίνει έξω τρέχοντας.
- Δε το πιστεύω! Δε το πιστεύω, εσύ, εδώ; Στάσου, περίμενε να πω αντίο κι
έφτασα.
Οι άλλοι γυρίζουν και τον κοιτάν παραξενεμένοι. Τραβιέται στο πλάι.
Τον αγκαλιάζει και νιώθει ένα άλλο σώμα απ΄αυτό που ήξερε. Σα μαλακό, σα παραλυμένο, που κάπου αλλού βρίσκεται.
- Μού΄λειψες. Δε παραξενεύτηκες που δε σε πήρα καθόλου;
- Δε ξέρω.
- Νόμισες πως δεν ήθελα να σ΄ενοχλήσω, δεν ήταν όμως αυτό. Με πλησίασαν και με ρωτούσαν γιά σένα...
Δαγκώνεται ο Παναής. Σφίγγει το σώμα του και την τραβάει γρήγορα σ΄ένα στενό. Κοιτάζει γύρω του νευρικός. Αυτό δε τό΄χε υπολογίσει. Τη χώνει σε μιά μισάνοιχτη πόρτα και σκάζει μύτη έξω. Περιμένει, τίποτα, ψυχή.
-Κάτι έχεις κάνει. Τί;
- Τίποτα. Με θέλουν γιά παλιές ιστορίες.
Την κοιτάζει και τα μάτια του είναι κουρασμένα αλλά αστράφτουν.
- Είμαι σα χίλια κιλά απόψε. Μείνε μόνο μαζί μου...
- Δε σε πήρα γιατί φοβήθηκα μη παρακολουθούν το κινητό.
- Καλά έκανες. Το δικό μου είναι σε άλλο όνομα. Νεφέλη (επιτέλους, είπε τ΄όνομά της), σ΄εμπιστεύομαι. Τό΄χω κι ανάγκη να σ΄ εμπιστευτώ. Μη φοβάσαι, δεν έχω κάνει κάτι που να με τρομάζει. Και να με βρούνε, δεν έχουν τίποτα να μου φορτώσουν, μονάχα μου τη δίνει όταν με ψάχνουν. Από μικρό παιδί τό΄χα αυτό. Έλα, θα πάρουμε ταξί και θα πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε. Μπορείς;

Το ταξί τους άφησε σε μιά σκοτεινή παραλία με κλειστά μαγαζιά. Κάθησαν δυό βήματα από τη θάλασσα και τά΄βγαλε όλα. Όλα, από την αρχή. Ακόμα και την ημερομηνία που γεννήθηκε της είπε, ξαλάφρωσε. Σα νά΄ταν η πρώτη φορά που ήρθε κοντύτερα στους άλλους αυτού του κόσμου. Η Νεφέλη τον άκουσε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ρωτήσει τίποτα.
- Δεν έκανα λάθος μαζί σου, αξίζεις, της είπε τρυφερά.
- Ούτε κι εγώ με σένα. Είμαι κοντά σου. Θα στηρίξω.
- Ο δρόμος τελειώνει όμως μανίτσα μου, εδώ τελειώνει...
Τινάχτηκε.
- Τελειώνει, τί; Εμείς;
- Όχι, εγώ. Εσύ θα συνεχίσεις.
- Δε το πιάνω. Πες μου!

Ο Παναής κοίταξε πέρα, μέσα στο σκοτεινό της θάλασσας κι είδε την πέτρα να χοροπηδάει στα νερά λάμποντας.
- Κοίτα εκεί. Βλέπεις;
- Όχι. Τί;
- Τίποτα. Κάτι μου φάνηκε πως είδα. Έλα να περπατήσουμε λίγο. Πάρε πρώτα ότι

έχω πάνω μου.
Άδειασε τις τσέπες του όλες κι αράδιασε μερικά πραμματάκια μπροστά της (στο τέλος αυτής της ιστορίας παρατίθεται λεπτομερής κατάλογος των προσωπικών αντικειμένων του),
- Κι αυτό το μασούρι (ένα μάτσο χρήματα πιασμένα μ΄ένα λαστιχάκι).
- Δε καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό...
- Κοίταξε, Νεφέλη, θέλω να σου ζητήσω μιά χάρη. Να κάτσουμε κάτω απ΄αυτό
το πεύκο και να ξαπλώσω στο χώμα... Έλα, να σε φιλήσω.

Έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις ρίζες των μαλλιών της και τη μύρισε βαθιά. Της φίλησε τα δυό απορημένα μάτια της και δε την άφησε να συνεχίσει. Ξάπλωσε δίπλα της κι ένα κόκκινο χρώμα άρχισε να τον καλύπτει.

Κράτα με.

Το χέρι της χάθηκε μέσα στη μεγάλη παλάμη του. Της το έσφιξε γερά καθώς το αίμα άρχισε να κοχλάζει μέσα στις αρτηρίες του και τον έβαψε βυσινιό.

-Φρόντισε, σε παρακαλώ, να καώ.
-Μηηη... ούρλιαξε εκείνη.

Ένα τίναγμα και το πρόσωπό του άλλαξε διάταξη. Τ΄αριστερό του φρύδι συσπάστηκε, σα να το χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό, και κατέβηκε στραβά προς τα κάτω, το γκρίζο μάτι του θόλωσε και ανεβοκατέβηκε φρενιασμένο, το μάγουλό του φούσκωσε και σα κυματάκι μετακινήθηκε και καβάλλησε το δεξί, το στόμα του γύρισε τη μιά του άκρη προς τα πάνω, η γλώσσα πήγε να βγει έξω, αλλά τη συγκράτησε (ήθελε να περιωρίσει την παραμόρφωση, από ντροπή γιά κείνη).
Ένα τίναγμα ακόμα, ένα μαύρο υγρό που κύλησε απ΄το στόμα του, ένας αναστεναγμός και, αυτό ήταν. Το μεγάλο σώμα έμεινε ακίνητο κι η πέτρα βούλιαξε στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας.

Έτζι, μ΄αυτόν τον τρόπο, στις 6:οο του πρωινού της 7ης Απριλίου του 2009, τέλειωσε τις μακριές του ημέρες ο πρώην νταής, Παναής Αλτσίτζογλου, που είδε το φως του ήλιου σε μιά φτωχογειτονιά της Πόλης, εν έτει 1899.
Τελείωσε κρατημένος από τα χέρια της Νεφέλης, ενός νέου κοριτσιού, φτιαγμένου από αέρα και φως, που ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε. Ίσως και γι αυτό το λόγο να πέρασε στην άλλη διάσταση χαλαρός κι ανάλαφρος...

ΥΓ. Και κάτι ακόμα. Οι λέξεις τρίβονται, ξεφτίζουν και χάνουν το πραγματικό νόημά τους. εξαιτίας της λήθης και της ανοησίας μας. Να θυμάστε ότι νταής δε σήμαινε αυτό που νομίζουμε σήμερα. Ελπίζω ότι η περίπτωση αυτού του μοναχικού ανθρώπου να σας έπεισε λίγο γι αυτό.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΝΤΑΗ, Παναή Αλτσίτζογλου

κουτάκι μικρό από σουλφαμίδες του 1940 με λευκοπλάστες και γάζες,
τέσσερα λαστιχάκια,
εισιτήριο λεωφορείου ,
τρία κλωνάρια κανέλας,
πορτοφόλι με κάρτες, άσχετα χαρτιά και αποδείξεις, μιά οικογενειακή φωτογραφία που τον έδειχνε να κάθεται στα γόνατα του μουστακαλή πατέρα του και μιά πολύ σοβαρή μάνα,
ένα μαραμένο γαρύφαλο,
ένας μικρός δίκοπος κόφτης,
ένα μικρό αντικείμενο με μιά λαμίτσα παραβίασης κλειδαριών,
ένα διπλωμένο χαρτάκι που έγραφε: «Με ρώτησες αν σ΄αγαπώ καθόλου· ναι, σ΄αγαπάω! – όποτε χρειαστείς κάποια βοήθεια, σφύρα μου. Θαρθώ – με τον τρόπο μου. Μη το ξεχνάς – Π.Α.

Το 8 και το 9 ήταν τυλιγμένα, το καθένα τους, σ΄ένα χαρτάκι που έγραφε, «γιά ξεφόρτωμα».


________________________________________


Μικρές, πλάγιες σκέψεις γιά τον εκλιπόντα













πρώην νταή, Παναή Αλτσίτζογλου.


Τρεις μέρες είχα πέσει σε μιά σκοτεινή τρύπα κι έλεα, πώς να τελειώσω τη ζωή αυτού του μοναχικού ανθρώπου; Σαν υπνοβάτης ήμουνα. Μου μίλαγαν και δεν άκουα. Δεν ήταν ότι βιαζόμουν να τελειώσω την ιστορία. Ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος έκατσε ξαφνικά μέσα μου και, βαρύς όπως ήταν, με τραβούσε προς τα κάτω, χωρίς τελειωμό. Κάτι άλλο που ήταν καινούριο γιά μένα, αλλά με μπέρδευε κιόλα, ήταν ότι, γιά πρώτη φορά μιά φιγούρα που πλάστηκε στο κεφάλι μου, μού΄παιζε κρυφτό. Τον οδηγούσα, νόμιζα, τον πήγαινα αλλά και με πήγαινε. Όταν έκλεινε τα παραθυρόφυλλά του, όπως μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής, δε μπορούσα καθόλου να φωτίσω μες το κεφάλι του και να δω.

Κάποια στιγμή, θυμήθηκα ένα παλιό νουνό που είχα, ένα ανθρωπάκι μάλαμα. Μοναχικός ήταν κι αυτός και παντρεμένος με τη Μικρασιάτισσα θεία μου που, γιά διάφορους λόγους, δε την πήγαινα. Όλο του κολλούσε και τον πίεζε, ενώ αυτός έπλεε σε γαλήνιες (;) θάλασσες αφηρημάδας.
Όταν μεγάλωσα, εξαφανίστηκα και χαθήκαμε. Κάποια φορά τον βρίσκω που παραθέριζαν στην Αγία Τριάδα, στη Σαλονίκη. Είχε πάει λίγο πιό πέρα απ΄τους άλλους που θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα, είχε γυρίσει την πλάτη του στη θάλασσα και κοιτούσε προς το κενό, πάνω σε μιά ψάθινη πολυθρόνα.
Πήγα κοντά του, χαμήλωσα, τού΄πιασα το χοντρό του γόνατο.
- Πώς πάει, νουνέ;
- Κωστάκι, βαρέθηκα, κουράστηκα. Δε θέλω άλλο…
Τον επόμενο χρόνο έφυγε γιά πάντα.

Μετά, θυμήθηκα μιά παλιά ζωγραφιά που είχα κάνει και την είχα βαφτίσει ”Εγκέπ” (εγκεφαλικό επεισόδιο). Παρίστανε ένα λαϊκό μπεχλιβάνη τη στιγμή που παθαίνει νταμπλά, ενώ έκανε κατορθώματα σ΄ένα δρομάκι της οδού Αθηνάς, στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Χρόνια πολλά αργότερα, ανακάλυψα τον
Francis Bacon (http://en.wikipedia.org/wiki/Francis_Bacon_(painter) και έμεινα άπνους. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια ζωγραφική και τόσο πόνο. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα του που έδειχναν το απομέσα των ανθρώπων, κόλλησαν με το «Εγκέπ» και μιά τέτοια αιτία θανάτου μου κάθησε σα πολύ λογική στην ηλικία του Π.Α.

Τον οδήγησα στον παλιό του γνώριμο, το νεκρό Σάκη Μ. που ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και φίλος μου. Η συνάντησή τους κάτι του έκανε μέσα του. Το κατάλαβε ή όχι, δε ξέρω. Το ότι τακτοποίησε κάποια πρακτικά θέματα στην Τράπεζα κι έγραψε ένα γράμμα, άγνωστου περιεχομένου, στο φιντάνι του, δείχνει πως είχε ήδη πάρει κάποιες αποφάσεις.

Σας διαβεβαιώνω ότι δε ξέρω γιατί επισκέφτηκε μιά γυναίκα γιά πληρωμένο έρωτα, μπορώ όμως να καταλάβω γιατί δε μπόρεσε να λειτουργήσει.
Στη συνέχεια, κάτι μέσα του τον οδήγησε εκεί που σύχναζε το κορίτσι από αέρα και φως. Τον πήγε εκεί γιατί ένιωθε πολύ έρημος. Φαίνεται πως αυτή η ιστοριούλα μαζί της, κάτι του έκανε επίσης, αλλά η καρδιά του δεν ένιωθε πιά. Έτσι τουλάχιστο νόμιζε. Της ανοίχτηκε γιά να μη την τυραννάγαν ερωτηματικά όταν θά΄φευγε, έκανε δηλαδή το αντίθετο απ΄αυτό που συνηθίζουν οι άντρες. Τιμή του. Μετά, δεν απόμενε πιά παρά το χέρι της και η ηλεκτρική επίθεση στο κεφάλι του.

Μου είναι κατανοητό ότι η ιστορία του Παναή Αλτσίτζογλου φαίνεται μελαγχολική και μαύρη. Γιά μένα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλήρης ημερών και εμπειριών. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αυτά τα χλιαρά που μπεμπέκιζαν γύρω του, δε τού΄λεγαν τίποτα. Δεν ήταν μισάνθρωπος, δεν ήταν ότι δε καταλάβαινε τον κόσμο και την τωρινή ζωή. ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ! Νέτα και σταράτα. Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, παρουσιάστηκε στη ζωή του αυτό το νέο κορίτσι που...που, τί; Να έκανε τί, μαζί της; Το χάσμα ήταν αγεφύρωτο κι ο έρωτας και η δροσιά δε φτάνουν γιά να καλύψουν όλα τα κενά. Βέβαια, δε διευκρινίστηκε αυτό το «το κορίτσι ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε». Πολύ απλά, η Νεφέλη προέρχονταν από μιά τακτοποιημένη, «δήθεν» αστική τάξη. Τί δουλιά είχε αυτός με τέτοια; Πλήξη αφόρητη. Ας μη κοροϊδευόμαστε.

Έτζι, η πρώην φθοροποιός μηχανή αφέθηκε να τερματίσει στα χέρια της, ξέροντας πως δε θα τον ξεχνούσε ποτέ, αλλά και ξέροντας πως εκείνη θα συνέχιζε τη ζωή της εκεί που έμαθε. Ο ίδιος, έφυγε απόλυτα ικανοποιημένος και, ευτυχώς, που δε πρόλαβαν να τον «σώσουν»...

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010